- υποπολιος
- ὑποπόλιοςὑπο-πόλιος2седоватый, с проседью Anacr., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποπόλιος — ὑπόπολις the lower city fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ὑποπόλιος somewhat grey masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπόλιος — ον, ΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πολιός «γκρίζος, φαιός»] … Dictionary of Greek
ὑποπόλιον — ὑποπόλιος somewhat grey masc/fem acc sg ὑποπόλιος somewhat grey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπολίῳ — ὑποπόλιος somewhat grey masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξοπόλιος — μιξοπόλιος, ὁ (Μ) ψαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + πολιός «γκρίζος» (πρβλ. υποπόλιος)] … Dictionary of Greek
πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… … Dictionary of Greek